- σταμαγορίς
- στᾱμᾱγορίς or [suff] σταλ-ᾰγορίς, ίδος, ἡ, [dialect] Dor. for Στημηγ- or Στημᾰγ-, (A
στήμων 1
, ἀγείρω) twisting of several threads of the warp into one, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήμων 1
, ἀγείρω) twisting of several threads of the warp into one, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταμαγορίς — και στημαγορίς, ίδος, ἡ, Α συστροφή, μπέρδεμα πολλών κλωστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάμων, δωρ. τ. τού στήμων + αγορίς (< ηγορος < ἀγείρω), πρβλ. σαφ ηγορίς] … Dictionary of Greek
στημαγορίς — ίδος, Α βλ. σταμαγορίς … Dictionary of Greek